- ρόδειος
- -ον, Α* βλ. ῥόδεος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ῥόδειος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥόδεια — ῥόδειος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρόδεος — (I) ο, Ν ζωολ. γένος νεοπτερύγιων ιχθύων τών γλυκών νερών τής κεντρικής και νότιας Ευρώπης, τής οικογένειας κυπρινίδες, που είναι γνωστοί για τον ασυνήθιστο τρόπο αναπαραγωγής τους, ο οποίος συνίσταται στην τοποθέτηση τών αβγών τους, με τη… … Dictionary of Greek